στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: προέργου | Medium diacritics: προέργου | Low diacritics: προέργου | Capitals: ΠΡΟΕΡΓΟΥ |
Transliteration A: proérgou | Transliteration B: proergou | Transliteration C: proergou | Beta Code: proe/rgou |
v. προύργου.
προέργου: ἴδε προὔργου.
Α
βλ. προὔργου.
προέργου: βλ. προύργου.
προέργου: adv. v.l. = προὔργου.
προέργου zie προὔργου.