διευρύνω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
dilate, in Pass., Hp.Morb.4.52, Aen.Tact.31.12, Arist. de An.422a3.
Spanish (DGE)
dilatar τὸ ἔντερον Arist.HA 600b12, τὴν ἀρτηρίαν Porph.in Harm.63.4, τὸ στόμα τῆς μήτρας Paul.Aeg.6.74.2
•en v. med.-pas. dilatarse ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἰκμάς Hp.Morb.4.52, cf. Loc.Hom.21, τὰ φλέβια Arist.de An.422a3, ἡ γογγυλίς Thphr.CP 5.6.9, ἡ κύστις Aen.Tact.31.12, ἡ κόρη Gal.3.783, Aët.7.58, οἱ πόροι Sor.81.23.
Greek (Liddell-Scott)
διευρύνω: εὐρύνω λίαν, Ἱππ. 510. 8, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 13.
Greek Monolingual
(AM διευρύνω) ευρύνω
πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω
μσν.
αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ.
Russian (Dvoretsky)
διευρύνω: расширять (τὸ ἔντερον, διευρυνομένων τῶν πόρων Arst.).