δυσέφικτος
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
English (LSJ)
ον, hard to come at, Plb.31.25.3, Plu.2.65e, Phld.Rh.2.119 S.; ἀνθρώπῳ Ecphant. ap. Stob.4.7.64; hard to understand, Vett.Val.272.8, al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de conseguir, difícil de alcanzar στέφανος Plb.31.25.3, ἡ τῶν πεπραγμένων ἀνάληψις D.S.1.3, cf. 4.1, 8, Phld.Rh.1.295, 2.119, δυσέφικτα φρονήσεως πέρατα Ph.1.457, ὧν ὁ ἔπαινος δ. ... λόγῳ cuya alabanza es difícil de plasmar en palabras, IPE 12.42.8 (II/III d.C.), ἡ ἐγχείρησις Ast.Am.Hom.8.1.3, ἀρετή Chrys.M.62.240
•de éxito difícil ἡ ἐπὶ τούτους στρατεία D.S.4.17, ἆθλος D.S.4.40
•de lugares inaccesible c. dat. τὸ μὲν ὕψος τῶν πύργων δ. ... βέλει I.BI 3.287, cf. 4.75, τῶν ... τόπων τὰ ὑψηλὰ ... δυσέφικτα ... τοῖς ἐπιβουλεύουσι Plu.2.65e.
2 fig. difícil de comprender, difícil de entender χρῆμα ... δ. ἀνθρώπῳ de la naturaleza divina del poder, Ecphant.80.14, de la distribución de los climas, Vett.Val.332.19, cf. 329.28, τὸ δὲ ὑπὲρ ὑμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον y lo que nos supera, cuanto más difícil de comprender, tanto más maravilloso Gr.Naz.M.35.904A, cf. Cyr.Al.M.68.456C
•c. inf. difícil de τὴν ἄλλην πομπὴν λέγειν ἐστὶ δ. Plb.30.25.12, δ. ἐγίνετο διαγνῶναι πότερον ... A.D.Synt.148.7
•neutr. subst. τὸ δυσέφικτον = la dificultad de comprender Phot.Bibl.188a27.
II adv. δυσεφίκτως = de manera difícil de comprender ἡμῖν δ. ἔφρασε Didym.Trin.1.18.24.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu erreichen; στέφανος Pol. gg, 11; D. Sic. 4, 8; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à atteindre.
Étymologie: δυσ-, ἐφικνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέφικτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ φθάσῃ τις, Πολύβ. 32. 11, 3 καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
δυσέφικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα τον φθάνει κανείς
2. δυσνόητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέφικτος: трудно достижимый, малодоступный (στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.