δουρίπηκτος

From LSJ
Revision as of 18:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρίπηκτος Medium diacritics: δουρίπηκτος Low diacritics: δουρίπηκτος Capitals: ΔΟΥΡΙΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: dourípēktos Transliteration B: douripēktos Transliteration C: douripiktos Beta Code: douri/phktos

English (LSJ)

ον, fixed on spears, λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' A.Th. 278.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé à la lance, aux lances.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

δουρίπηκτος: -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, λάφυρα δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.

Greek Monotonic

δουρίπηκτος: -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δουρίπηκτος: пригвожденный или пробитый копьем (Aesch. - v.l. δουρίπληκτος).

Middle Liddell

δουρί-πηκτος, ον adj
fixed on spears, Aesch.