δυσχορήγητος

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχορήγητος Medium diacritics: δυσχορήγητος Low diacritics: δυσχορήγητος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dyschorḗgētos Transliteration B: dyschorēgētos Transliteration C: dyschorigitos Beta Code: dusxorh/ghtos

English (LSJ)

ον, difficult to stage, Plu.2.712e.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.

German (Pape)

[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.

Greek Monolingual

δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.

Russian (Dvoretsky)

δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).