καῦνος

From LSJ
Revision as of 22:29, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 καυνός. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lot échu par le sort ; sort.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek (Liddell-Scott)

καῦνος: ὁ, = κλῆρος, Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. διακαυνιάζω, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καῡνος και καυνός, ὁ (Α)
κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].

Russian (Dvoretsky)

καῦνος:жребий Arph.