μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: λῄζομαι | Medium diacritics: λῄζομαι | Low diacritics: λήζομαι | Capitals: ΛΗΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: lḗizomai | Transliteration B: lēzomai | Transliteration C: lizomai | Beta Code: lh/|zomai |
v. ληΐζομαι.
v. ληΐζομαι.
λῄζομαι: ἴδε ληίζομαι.
λῄζομαι: Αττ. συνηρ. αντί ληΐζομαι.
λῄζομαι: стяж. = ληΐζομαι.