μελανέω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
v. μελάνω.
German (Pape)
[Seite 119] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται πόντος ὑπ' αὐτοῦ, ἔσται μελαίνεται ὁ πόντος ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ Ζέφυρος ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, βένθος ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
μελανέω: ἴδε ἐν λ. μελάνω.
Greek Monotonic
μελανέω: = μελάνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνέω: становиться черным, чернеть Anth.