μελλόγαμος
English (LSJ)
ον, betrothed, S.Ant.628 (codd. plurimi, anap.), Theoc.22.140, Euph. 7.
German (Pape)
[Seite 125] im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur le point de se marier.
Étymologie: μέλλω, γάμος.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόγᾰμος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 (ἔνθα ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, -ον)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρόγαμος, φιλόγαμος)].
Greek Monotonic
μελλόγᾰμος: -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα, σε Σοφ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μελλόγαμος: готовящийся вступить в брак (τᾶλις Soph.; γαμβρός Theocr.).
Middle Liddell
μελλό-γᾰμος, ον
betrothed, Soph., Theocr.