μονοτόκος
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
Ep. μουνοτόκος, ον, A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2. II = μονότεκνος (one who has an only child), ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31. III proparox., μουνοτόκος κούρη = an only child, ib.58.
German (Pape)
[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.
Greek (Liddell-Scott)
μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.
Greek Monolingual
-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
μονοτόκος: рождающий только одного детеныша (ἡ ἵππος Arst.).