νεοζυγής

From LSJ
Revision as of 21:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοζῠγής Medium diacritics: νεοζυγής Low diacritics: νεοζυγής Capitals: ΝΕΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: neozygḗs Transliteration B: neozygēs Transliteration C: neozygis Beta Code: neozugh/s

English (LSJ)

ές,Aνεόζυγος (newly yoked, new-married, newly-yoked, newly-married) πῶλος A.Pr.1009; νεοζυγέεσσι φαλάροισιν Tryph.155: metaph., νεοζυγέων ὑμεναίων Nonn.D.48.237.

German (Pape)

[Seite 241] ές, = νεόζυγος; πῶλος, Aesch. Prom. 1011; ἅρμα, Choeril. bei Schol. Arist. rh. 3, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.
Étymologie: νέος, ζεύγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, πῶλος Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.

Greek Monolingual

νεοζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό του γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. ισο-ζυγής].

Greek Monotonic

νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεοζῠγής: с недавнего времени идущий в запряжке, на которого недавно надели ярмо (πῶλος Aesch.).

Middle Liddell

νεο-ζῠγής, ές = νεόζυγος, Aesch.]

English (Woodhouse)

new to the yoke, newly broken in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)