πέπληγον
From LSJ
English (LSJ)
πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, v. πλήσσω.
German (Pape)
[Seite 560] aor. II. zu πλήσσω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Act. épq. de πλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πέπληγον: πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, ἴδε ἐν λέξ πλήσσω.
English (Autenrieth)
see πλήσσω.
Greek Monotonic
πέπληγον: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πλήσσω· απαρ. πεπληγέμεν, μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. πεπλήγετο.
Russian (Dvoretsky)
πέπληγον: эп. aor. 2 к πλήσσω.