πολύϊππος

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊππος Medium diacritics: πολύϊππος Low diacritics: πολύϊππος Capitals: ΠΟΛΥΪΠΠΟΣ
Transliteration A: polýïppos Transliteration B: poluippos Transliteration C: polyippos Beta Code: polu/i+ppos

English (LSJ)

ον, rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.

German (Pape)

[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevaux nombreux.
Étymologie: πολύς, ἵππος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].

Greek Monotonic

πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύϊππος: обладающий множеством коней (Μέντορος υἱός Hom.).