τετολμηκότως

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετολμηκότως Medium diacritics: τετολμηκότως Low diacritics: τετολμηκότως Capitals: ΤΕΤΟΛΜΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: tetolmēkótōs Transliteration B: tetolmēkotōs Transliteration C: tetolmikotos Beta Code: tetolmhko/tws

English (LSJ)

Adv., (τολμάω) boldly, Plb.1.23.5, 9.4.2.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετολμηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ τολμάω, πλέοντες τετολμηκότως Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, -ότος του τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τετολμηκότως: επιρρ. μτχ. παρακ. του τολμάω, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τετολμηκότως: отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.).

Middle Liddell

[adverb from perf. part. of τολμάω, Polyb.]