τριβάρβαρος

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβάρβᾰρος Medium diacritics: τριβάρβαρος Low diacritics: τριβάρβαρος Capitals: ΤΡΙΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: tribárbaros Transliteration B: tribarbaros Transliteration C: trivarvaros Beta Code: triba/rbaros

English (LSJ)

ον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.