χασματίας

From LSJ
Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασμᾰτίας Medium diacritics: χασματίας Low diacritics: χασματίας Capitals: ΧΑΣΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: chasmatías Transliteration B: chasmatias Transliteration C: chasmatias Beta Code: xasmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of earthquake, which causes fissures in the earth, Arist.Mu.396a4 (v.l. ἱζηματίαι), Posidon. ap. D.L.7.154, Heraclit. All.38.

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.

Greek (Liddell-Scott)

χασμᾰτίας: -ου, καὶ χασματικός, ὁ, εἶδος ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος
μσν.
φρ. «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας, τραυματ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

χασμᾰτίᾱς: ου adj. m вызывающий в почве трещины (σεισμός Arst., Diog. L.).