λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
inf. prés. poét. de ἄγω.
ἀγέμεν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἄγω.
ἄγειν.
ἀγέμεν: Επικ. αντί ἄγειν, απαρ. του ἄγω.
ἀγέμεν: эп. inf. praes. к ἄγω.