ἀμφιπίτνω
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
German (Pape)
[Seite 142] dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπίτνω: ἴδε ἀμφιπίπτω.
English (Slater)
ἀμφιπίτνω fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)
Spanish (DGE)
caer abrazando, γόνυ καὶ χέρα E.Supp.278.
Greek Monotonic
ἀμφιπίτνω: (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπίτνω: Eur. = ἀμφιπίπτω 1.