ἀνεύθετος

Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.

Spanish (DGE)

-ον
inconveniente ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν como el puerto no fuera adecuado para invernar, Act.Ap.27.12.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: , εὔθετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and εὔθετος; not well set, i.e. inconvenient: not commodious.

English (Thayer)

ἀνευθετον, not convenient, not commodious, not fit: Moschion 53).)

Greek Monotonic

ἀνεύθετος: ον, ακατάλληλος, ανεπίκαιρος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύθετος: неприспособленный, непригодный (πρός τι NT).

Middle Liddell

inconvenient, NTest.

Chinese

原文音譯:¢neÚqetoj 安-由-帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-好-安置的
字義溯源:不適當,不利的情況,不合適的安放,不便;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(εὔθετος)=合適)組成;而 (εὔθετος)又由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)*=設立,安放)組成,其中 (εὖ / εὖγε)乃出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 不便(1) 徒27:12