ἀταμίευτος

From LSJ
Revision as of 13:52, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰμίευτος Medium diacritics: ἀταμίευτος Low diacritics: αταμίευτος Capitals: ΑΤΑΜΙΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atamíeutos Transliteration B: atamieutos Transliteration C: atamieftos Beta Code: a)tami/eutos

English (LSJ)

ον, A that cannot be stored, Ph.2.113; that cannot be regulated, Arist.GA788a34; uncontrolled, inordinate, J.BJ4.1.6. Adv. -τως, ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.Arat.37. 2 not needing to be husbanded, Max.Tyr.3.9, al. II Act., not husbanding, prodigal, lavish, χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. -τως, ταῖς ὀργαῖς χρώμενος Pl.Lg.867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no economizado, no acumulado de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113
de abstr. no contenido, descontrolado πάθος Luc.Am.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.AI 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.BI 4.44, cf. 6.171.
2 que no se deja administrar, ingobernable ἡ σκληρότης Arist.GA 788a34.
3 que no economiza, pródigo ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.
II adv. -ως
1 sin retener para sí, sin guardar reservas ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.Lg.867a
sin escatimar, pródigamente πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.
2 sin control, en desorden ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.Dem.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.All.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.Arat.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἀ. Ael.NA 13.14.

German (Pape)

[Seite 383] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.
Étymologie: , ταμιεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτᾰμίευτος: -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ ἐντός, δαψιλής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, ἀκατάσχετος, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀταμίευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί
αρχ.
1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος
2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα.

Russian (Dvoretsky)

ἀτᾰμίευτος:
1) досл. бесхозяйственный, расточительный, перен. нерасчетливый, неумеренный Arst., Plut.;
2) легко расточаемый Arst.