Ἀχαρναί
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ῶν, αἱ, Acharnae, a famous deme of Attica, Th.2.19sq.: mdash;Ἀχαρνεύς, έως, ὁ, inhabitant of Acharnae, pl. Ἀχαρνῆς, title of play by Ar.: poet. Ἀχαρνηΐδαι Ar.Ach.322:—Adj. Ἀχαρνικός, ή, όν, ib. 180; Ἀ. κισσός, = κορυμβίας, Thphr.HP3.18.6:—also Ἀχαρνίτης, ου, ὁ, κισσός AP7.21 (Simm.):—Adv. Ἀχαρνῆσι at Acharnae, Luc.Icar. 18: Ἀχαρνῆθεν from Acharnae, Anaxandr.41.18.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Alolema(s): Ἀχάρναι Pi.N.2.16; Ἀχάρνη Hsch.
Acarnas demo ático de la tribu Eneide, Th.2.19, D.S.14.32, Plu.Per.33, Paus.1.31.6.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Acharnes, dème attique de la tribu Œnéide.
Étymologie:.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχαρναί: -ῶν, αἱ, διάσημός τις δῆμος τῆς Ἀττικῆς, Θουκ. 2. 19 κἑξ.: ― Ἀχαρνεύς, έως, ὁ, κάτοικος τοῦ δήμου Ἀχαρνῶν, πληθ. Ἀχαρνεῖς· ― Ἀχαρνῆς, μία ἐκ τῶν Κωμῳδ. τοῦ Ἀριστοφάνους· ποιητ. Ἀχαρνηίδαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 322. ― Ἐπίθ. Ἀχαρνικός, ή, όν, αὐτόθι 180. ― Ἐπίρρ. Ἀχαρνῆσι, ἐν Ἀχαρναῖς, Λουκ. Ἰκαρομ. 18· Ἀχαρνῆθεν, ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 18.
Greek Monotonic
Ἀχαρναί: -ῶν, αἱ, οι Αχαρναί, δήμος της Αττικής, σε Θουκ.· Ἀχαρνεύς, -έως, ὁ, ο κάτοικος των Αχαρνών, πληθ. Ἀχαρνεῖς, ποιητ. Ἀχαρνηΐδαι, σε Αριστοφ.· επίθ. Ἀχαρνικός, -ή, -όν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀχαρναί: ῶν (ᾰχ) αἱ Ахарны (дем в атт. филе Οἰνηΐς, к сев. от Афин) Pind., Thuc., Arph., Plut.