Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμικτος

From LSJ
Revision as of 14:58, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμικτος Medium diacritics: ἐπίμικτος Low diacritics: επίμικτος Capitals: ΕΠΙΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: epímiktos Transliteration B: epimiktos Transliteration C: epimiktos Beta Code: e)pi/miktos

English (LSJ)

late spelling of ἐπίμεικτος, etc.

German (Pape)

[Seite 963] beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμικτος: -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) επιμίγνυμι
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμικτος: досл. смешанный, ирон. путаный (Πρωταγόρης Timon ap. Diog. L.).