ἐπιμανθάνω

Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

learn besides or after, opp. προμανθάνω, Th.1.138: c.inf., Hdt.1.131; εἰ . . Id.2.160.

German (Pape)

[Seite 960] (s. μανθάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανθάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

apprendre en outre ou ensuite.
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω προσέτι ἢ μετὰ ταῦτα, ἀντίθετον τῷ προμανθάνω, Θουκ. 1. 138· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 131· εἰ.. ὁ αὐτ. 2. 160.

Greek Monolingual

ἐπιμανθάνω (Α) μανθάνω
μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, μαθαίνω επιπλέον ή μετά από, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμανθάνω: (fut. ἐπιμαθήσομαι) впоследствии узнавать, после научиться (ποιεῖν τι Her.; τὸ μὲν ἐπιδιδάξαι, τὸ δὲ ἐπιμαθεῖν Xen.): οὔτε προμαθὼν ἐς τὴν οἰκείαν ξύνεσιν, οὐδέν, οὔτ᾽ ἐπιμαθών Thuc. (Фемистокл), ничего не сделавший ни для того, чтобы приобрести свои дарования, ни для того, чтобы развить их.

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι
to learn besides or after, Hdt., Thuc.