ἐρυθροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροδάκτῠλος Medium diacritics: ἐρυθροδάκτυλος Low diacritics: ερυθροδάκτυλος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erythrodáktylos Transliteration B: erythrodaktylos Transliteration C: erythrodaktylos Beta Code: e)ruqroda/ktulos

English (LSJ)

ον, red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Greek Monolingual

ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).