ἱκέτευμα
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ατος, τό, mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.
Greek Monolingual
ἱκέτευμα, τὸ (Α) ικετεύω
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.
Greek Monotonic
ἱκέτευμα: [ῐ], -ατος, τό, τρόπος ικεσίας, δέησης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέτευμα: ατος τό просьба, мольба (μέγιστον Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).
Middle Liddell
ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,
a mode of supplication, Thuc.