ὑγροκοίλιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, having moist or loose faeces, Arist.HA632b11 (ὑγρό-κοιλος is f.l. in Cyran.56; cf. ὑδρόκοιλος).
German (Pape)
[Seite 1171] mit flüssigem, weichem Unterleibe; Arist. H. A. 9, 50; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγροκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, εὐκοίλιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο-κοίλιος, μεγαλο-κοίλιος].
Russian (Dvoretsky)
ὑγροκοίλιος: имеющий жидкие экскременты (τὰ ζῷα Arst.).