ὑποπεπτηῶτες
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Ep. pf. part. of ὑποπτήσσω (q.v.).
French (Bailly abrégé)
pl. part. pf. épq. de ὑποπτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεπτηῶτες: Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ. τοῦ ὑποπτήσσω, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες Ἰλ. Β. 312.
English (Autenrieth)
see ὑποπτήσσω.
Greek Monotonic
ὑποπεπτηῶτες: Επικ. μτχ. παρακ. πληθ. του ὑπο-πτήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπεπτηῶτες: эп. part. pf. pl. к ὑποπτήσσω.