ἐπονειδίστως
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière blâmable ou honteuse.
Étymologie: ἐπονείδιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπονειδίστως:
1) постыдно, позорно (τὸν βίον τελευτᾶν Isocr.);
2) оскорбительно (ἐλέγχειν καὶ ψέγειν τινά Polyb.).
English (Woodhouse)
(see also: ἐπονείδιστος) scandalously