διόγνητος

From LSJ
Revision as of 14:55, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόγνητος Medium diacritics: διόγνητος Low diacritics: διόγνητος Capitals: ΔΙΟΓΝΗΤΟΣ
Transliteration A: diógnētos Transliteration B: diognētos Transliteration C: diognitos Beta Code: dio/gnhtos

English (LSJ)

ον, contr. for Διογένητος, = διογενής, Hes. Sc. 340.

Greek Monolingual

διόγνητος, -ον (Α)
ο διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο- + -γένητος < γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

διόγνητος: Hes. = διογενής.

Spanish (DGE)

-ον
contr. por Διογένητος noble, bien nacido Ἰόλαος Hes.Sc.340, Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα Hes.Fr.60, cf. EM 277.19G.