κερδογαμώ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

κερδογαμῶ, -έω (Α)
παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς
ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδόγαμος < κέρδος + γαμώ «νυμφεύομαι»].