περικαθαίρω
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
A cleanse on all sides or completely, τὰ δίκτυα Arist. HA 598b14, cf. Gal.12.877; τὰς ῥίζας Thphr.HP4.13.5. 2 metaph., purify completely, π. ἐπαοιδαῖς Arist.Fr.496, cf. Thphr.Char.16.14; τὴν στήλην Pl.Criti.120a; τὸν υἱὸν ἐν πυρί LXX De.18.10; πόλιν μὴ σκίλλῃ [ἀλλὰ] τῷ λόγῳ D.Chr.48.17.
German (Pape)
[Seite 578] ringsum od. von allen Seiten reinigen; περικαθήραντες τὴν στήλην, Plat. Critia. 120 a; τὰ δίκτυα, Arist. H. A. 8, 13.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καθαίρω rondom reinigen:. π. τὴν στήλην de zuil reinigen Plat. Crit. 120a.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰθαίρω: очищать кругом (τὴν στήλην Plat.; τὰ δίκτυα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰθαίρω: καθαρίζω πανταχόθεν, καθαρίζω ἐντελῶς, τὴν στήλην Πλάτ. Κριτί. 120Α· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. 2) μεταφορ., π. ἀοιδαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 454.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. καθαρίζω κάτι από όλες τις μεριές, από παντού, καθαρίζω κάτι εντελώς («οἱ ἁλιεῑς τὰ δίκτυα περικαθαίρουσι», Αριστοτ.)
2. καθαρίζω κάτι στις άκρες
3. μτφ. εξαγνίζω κάτι εντελώς.