Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
-α, -ο
1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῑ
2. το ουδ. ως ουσ. το αντιδάνειο
γλωσσ. λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.