δουπώ
From LSJ
και γδουπώ (AM δουπῶ, -έω) δούπος
κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο
αρχ.
1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)
2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους
β) «κώπῃ δουπῶ» — χτυπώ με τα κουπιά τη θάλασσα.