επιχώριος
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].