Θησεῖδαι
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
οἱ, sons of Theseus, i.e. Athenians, S.OC1066 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Θησεῖδαι: οἱ, ἀπόγονοι τοῦ Θησέως, δηλ. οἱ Ἀθηναῖοι, Σοφ. Ο. Κ. 1066.
Greek Monolingual
Θησεῑδαι, οἱ (Α)
οι απόγονοι του Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» — είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων του Θησέως, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων-ίδης, λαγω-ίδης)].
Greek Monotonic
Θησεῖδαι: οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.