μισάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάνθρωπος Medium diacritics: μισάνθρωπος Low diacritics: μισάνθρωπος Capitals: ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: misánthrōpos Transliteration B: misanthrōpos Transliteration C: misanthropos Beta Code: misa/nqrwpos

English (LSJ)

ον, hating mankind, Phryn.Com. 3, Pl.Phd.89d, Lg.791d, Com.Adesp.143: Sup., -οτάτη παροιμία Ath.4.186f; Τίμων ὁ μ. Cic.Tusc.4.11.25, Olymp.Vit.Pl.p.4 W.

German (Pape)

[Seite 189] den Menschen hassend, Menschenfeind; Plat. Phaed. 89 d; Luc. Tim. 1, 35 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les hommes.
Étymologie: μισέω, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσάνθρωπος: ненавидящий людей, человеконенавистнический Plat., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάνθρωπος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους, Λατ. inhumanus, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1, Πλάτ. Φαίδων 89D, Νόμ. 791D· τὸ μ. = μισανθρωπία, Ἐπιφάν. 1, σ. 565Α.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (ΑΜ μισάνθρωπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάνθρωπον
η μισανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄνθρωπος.
(II)
μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
βλ. μισοάνθρωπος.

Greek Monotonic

μῑσάνθρωπος: -ον, αυτός που μισεί το ανθρώπινο είδος, μισάνθρωπος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μῑσ-άνθρωπος, ον
hating mankind, misanthropic, Plat.

English (Woodhouse)

inhuman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)