δυνάστευμα

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνάστευμα Medium diacritics: δυνάστευμα Low diacritics: δυνάστευμα Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: dynásteuma Transliteration B: dynasteuma Transliteration C: dynastevma Beta Code: duna/steuma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.

German (Pape)

[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.

Greek Monolingual

το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.