δίμετρος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ον, of a verse, A having two metres, Heph.5.3, etc. II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.
German (Pape)
[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
δίμετρος: ὁ стих. диметр, двухчастный размер.
Greek (Liddell-Scott)
δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.
Greek Monolingual
-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτρα («δίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.