φοβερίζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβερίζω Medium diacritics: φοβερίζω Low diacritics: φοβερίζω Capitals: ΦΟΒΕΡΙΖΩ
Transliteration A: phoberízō Transliteration B: phoberizō Transliteration C: foverizo Beta Code: foberi/zw

English (LSJ)

terrify, scare, LXXNe.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.

German (Pape)

[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).

Greek Monolingual

ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.