διγομία
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, double burden, load, LXXJd.5.16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
aparejo para llevar dos cargas, albarda εἰς τί ἐκάθισαν ἀνὰ μέσον τῆς διγομίας; ¿para que se quedaron sentados en medio de la albarda? prob. fig. por permanecieron inactivos LXX Id.5.16.
Greek Monolingual
διγομία, η (Α)
1. διπλός γόμος, φόρτωμα
2. διπλή καταπίεση, διπλό βάρος.