σινδόνιον
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
τό, curtain, garment, etc., made of σινδών, IG 42(1).118.67 (Epid., iii B.C.), Gal.Protr.10, Poll.7.73, D.C.79.13, POxy.921.15 (iii A.D.), Sammelb.7033.40 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 883] τό, D. Cass. 79, 13, = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
σινδόνιον: τό, παραπέτασμα, ἔνδυμα κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος ἤτοι λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, Πολυδ. Ζ΄, 73· ὡσαύτως σινδονίσκη, ἡ, Πλούτ. 2. 340D.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σεντόνι.