Μιθριδάτης
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
v. sub Μιθραδάτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Mithridate;
1 Perse;
2 n. de plusieurs rois du Pont, particul. de Mithridate VI Eupator;
3 autres.
Étymologie: orig. orientale.
Greek Monolingual
ο (Α Μιθριδάτης)
1. σατράπης της Λυκαονίας και της Καππαδοκίας
2. όνομα βασιλέων του Πόντου.