σέλινο
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].