σιδηραγωγός
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
όν, attracting iron, of the magnet, S.E.M.1.226.
German (Pape)
[Seite 879] das Eisen führend, anziehend, μάγνης, S. Emp. adv. gramm. 226.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρᾰγωγός: притягивающий железо (μάγνης Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηραγωγός: -όν, ὁ τὸν σίδηρον ἕλκων, μάγνης σ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 226.
Greek Monolingual
-όν, Α
(για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθ-αγωγός].