πρωτόπλαστος
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ον, first-formed, first moulded, protoplast, of Adam, LXX Wi. 7.1, 10.1, Ph.Fr.61 H.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst gebildet, geschaffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπλαστος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος
ο Αδάμ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι
ο Αδάμ και η Εύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πλαστός (< πλάσσω)].
Wikipedia EN
A protoplast, from ancient Greek πρωτόπλαστος (prōtóplastos, "first-formed"), in a religious context initially referred to the first human or, more generally, to the first organized body of progenitors of mankind (as in Manu and Shatrupa or Adam and Eve), or of surviving humanity after a cataclysm (as in Deucalion or Noah).