δυσκατάσβεστος

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάσβεστος Medium diacritics: δυσκατάσβεστος Low diacritics: δυσκατάσβεστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΒΕΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatásbestos Transliteration B: dyskatasbestos Transliteration C: dyskatasvestos Beta Code: duskata/sbestos

English (LSJ)

ον, hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de extinguir, δύναμις D.S.4.54, λείψανον Plu.2.417b, cf. Apollon.Lex.682, Gal.13.768.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάσβεστος:
1) с трудом гасимый: δύναμις δ. Diod. неугасимость;
2) с трудом уничтожаемый, неизгладимый (τὸ λείψανον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.

Greek Monolingual

δυσκατάσβεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα σβήνεται
2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται.