ἐκπολεμιστής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
οῦ, ὁ, warrior, Hsch. s.v. εἴεω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
guerrero ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου ἀναφώνησις glos. a εἴεο Hsch.
Greek Monolingual
ἐκπολεμιστής,ο (Α)
πολεμιστής.