γέλασος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, upupa, Hesych. μακεσίκρανος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. abubilla Hsch.s.u. μακεσίκρανος.