αἰολέω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
= ποικίλλω, Pl.Cra.409a.
Spanish (DGE)
decorar τὸ δὲ ποικίλλειν καὶ αἰολεῖν ταὐτόν Pl.Cra.409a.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολέω: ποικίλλω, Πλάτ. Κρατ. 409Α: περὶ τῶν ἐόλει, ἐόλητο, ἴδε ἐν λέξεσιν.
Russian (Dvoretsky)
αἰολέω: пестро расписывать, испещрять (ποικίλλειν καὶ αἰ. ταὐτόν Plut.).