χανδός
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ή, όν, yawning, roomy, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Epigr. ap. Polem.Hist.79.
Greek (Liddell-Scott)
χανδός: -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, εὐρύχωρος, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ χανδόν, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν.